- ταθεῖσα
- τείνωstretchaor part pass fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταθείσας — ταθείσᾱς , τείνω stretch aor part pass fem acc pl ταθείσᾱς , τείνω stretch aor part pass fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταθεῖσ' — ταθεῖσα , τείνω stretch aor part pass fem nom/voc sg ταθεῖσι , τείνω stretch aor part pass masc/neut dat pl ταθεῖσαι , τείνω stretch aor part pass fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός … Dictionary of Greek